- ευνομούμαι
- (Α εὐνομοῡμαι, -έομαιτο ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι]έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.γ. «κράτος ευνομούμενο»).
Dictionary of Greek. 2013.